-
1 домчать
-чу, -чишь ρ.σ.1. μ. μεταφέρω ολοταχώς ως•лошади мигом -ли нас до дому τα άλογα με μια ανάσα μας πήγαν ως το σπίτι.
2. βλ. домчаться.φτάνω ολοταχώς ως•
1 домчать
лошади мигом -ли нас до дому τα άλογα με μια ανάσα μας πήγαν ως το σπίτι.